- μεγαλουχία
- μεγᾰλ-ουχία· μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλουχία — (Α) [μεγαλούχος] (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη» … Dictionary of Greek
εξουθενώνω — (AM ἐξουθενῶ, όω και έω) 1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῡ δικαίως ἐξουθένωται») 2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως αρχ. μσν. δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. τού… … Dictionary of Greek